ζερβής
Смотреть что такое "ζερβής" в других словарях:
ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… … Dictionary of Greek
ζερβός, -ή, -ό — και ζερβής, ιά, ί 1. ζερβοχέρης. 2. αυτός που βρίσκεται στο αριστερό μέρος: Τρώει με το ζερβό χέρι. Επίρρ. ζερβά: Κοιτά ζερβά, κοιτά δεξιά, κοιτά εμπρός και πίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)